Ἀμφιτρίτας

Ἀμφιτρίτας
Ἀμφιτρίτᾱς , Ἀμφιτρίτη
Amphitrite
fem acc pl
Ἀμφιτρίτᾱς , Ἀμφιτρίτη
Amphitrite
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιτρίτας — ἀμφιτρίτᾱς , ἀμφί τριτάω when three days old imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυοστεφής — ἰχθυοστεφής και ἰχθυστεφής, ές (Α) στεφανωμένος με ψάρια («ἐν ἰχθυοστεφέσι... κόλποις Ἀμφιτρίτας», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. ακανθο στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”